Ιστοσελίδα συλλόγου ΜΑΝΤΑΜΑΔΙΩΤΩΝ ΛΕΣΒΟΥ «Ο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ»

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
 

Καλωσήρθατε στην ιστοσελίδα του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΝΤΑΜΑΔΙΩΤΩΝ ΛΕΣΒΟΥ «Ο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ»

Όπου και αν είστε, όσο μακριά και αν βρίσκεστε,  ας ταξιδέψουμε όλοι μαζί και μέσα από τις  μνήμες και τα βιώματα μας,  τον πόθο και την λαχτάρα για καλή πατρίδα, να δυναμώσουμε τις αναμεταξύ μας σχέσεις και την αγάπη για τον τόπο που γεννηθήκαμε, τον ιστορικό και φιλόξενο Μανταμάδο! Να τιμήσουμε τις ρίζες, την ιστορία και τον πολιτισμό μας, τα έθιμα και τις παραδόσεις μας, τους σκοπούς και τα τραγούδια μας.

Μα κυρίως  να τιμήσουμε τους ανθρώπους  του χωριού, που μας έμαθαν ότι η ανθρωπιά, το φιλότιμο και η αξιοπρέπεια πρέπει να καθορίζουν τις αξίες στον καθημερινό αγώνα της ζωής μας!

Καλά μας ταξίδια, γεμάτα από αγάπη για το χωριό μας, περηφάνια για το νησί μας και  νοσταλγία για όλα αυτά που ζήσαμε και πάντα θα μας κάνουν να ελπίζουμε και να αγωνιζόμαστε  για ένα καλύτερο αύριο! 

Αναστασία Καραμανώλη & Μαρία Βεμβέτσου

Όταν το νήμα της ζωής φτάνει στο τέλος του

Ο αποχαιρετισμός της μάνας μας οδηγεί σε μια θέση μεγάλης αβεβαιότητας, σε  μια θέση ενός δυσαναπλήρωτου κενού. Η μάνα μας φέρνει στη ζωή και η απώλειά της  τραντάζει την εσωτερική μας ασφάλεια, χάνονται οι ρίζες και ο άνθρωπος νιώθει σαν να παραπαίει.

Με δύο μήνες και λίγες μέρες διάφορα η απώλεια δύο ξεχωριστών και πολύ αγαπημένων μου προσώπων, της βιολογικής και της πνευματικής μου μητέρας. Δύο τόσο ξεχωριστές μορφές, με πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες και τόσο αγαπημένες μεταξύ τους, χάραξαν παράλληλους δρόμους και τους πορεύτηκαν ενάρετα και συνετά. Δημιούργησαν όμορφες οικογένειες και δίδαξαν στα παιδιά τους την αγάπη για τους ανθρώπους, για τον τόπο, για τη ζωή. Μαζί σύραν το χορό στη ζωή, στα καφεδάκια, στα οικογενειακά τραπέζια, στις εκδρομές, στους περιπάτους, στις εκκλησίες, στις γειτονιές και τώρα μαζί χορεύουν το χορό της αιωνιότητας. Η μία συμπλήρωνε την άλλη και έφτιαχναν ένα δίδυμο που δύσκολα κανείς μπορεί να ξεχάσει, η μια ήταν αερικό, έτοιμο να τρέξει, να πετάξει και η άλλη πάταγε γερά στη γη σταθερή και στιβαρή. Πιασμένες και οι δύο από το χέρι πορεύονταν πότε στη γη και πότε στον αέρα, ένα λίκνισμα αγέρωχο που μόνο εκείνες μπορούσαν να χορέψουν. Και τώρα πάλι μαζί μάς αποχαιρέτησαν, έφυγαν και μας κοιτούν από ψηλά. Εμείς όλοι ορφανέψαμε, γίναμε πιο φτωχοί. Από εδώ και πέρα πάντα θα έχουμε ένα κενό που δύσκολα αναπληρώνεται στα τραπέζια, στις χαρές, στην καρδιά μας.

Η Αναστασία Καραμανώλη, η μητέρα μου, κόρη του Βασίλειου και της Βασιλικής Βεμβέτσου και αδελφή του Λευτέρη και του Δημήτρη Βεμβέτσου παντρεύτηκε τον Ιγνάτιο Καραμανώλη κι έκανε 2 κόρες. Την πρώτη, την Κατερίνα, την γέννησε στον Μανταμάδο και τη δεύτερη, τη Βάσια στην Αθήνα, όπου και έζησε σχεδόν όλο τον υπόλοιπο έγγαμο βίο της. Ευτύχησε να δει 4 εγγόνια, τη Δήμητρα και την Ηλιάνα, από την Κατερίνα και τον Γιώργο-Άγγελο και την Αναστασία – Μελιτίνη από εμένα.

Αγαπημένο και όμορφο ζευγάρι οι γονείς μου, ο Ιγνάτιος και η Αναστασία, μαζί πορεύτηκαν 56 χρόνια, με πίκρες και χαρές, μα πάντα με το κεφάλι ψηλά, τίμια και ντόμπρα. Μαζί ξενιτεύτηκαν στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή, χωρίς ποτέ να ξεχάσει τον τόπο της. Μαζί στήριξαν τα παιδιά τους σε δρόμους μεγάλους και πρωτόγνωρους, δεν κιότεψαν ούτε στιγμή, πάντα ήταν το στήριγμά μας για να ανέβουμε το επόμενο σκαλοπάτι της ζωής, με κουράγιο δύναμη και αισιοδοξία. Η μάνα μας ήταν η σταθερότητα και η ασφάλεια και ο πατέρας η δύναμη και η τόλμη. Μάνα της αυτοθυσίας, η Αναστασία, που σε κάθε περίπτωση, συμβολικά και κυριολεκτικά, δεν θα δίσταζε να δώσει ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό για τα παιδιά της. Άνθρωπος χαμηλών τόνων, η μητέρα μου, στηρικτική στα δύσκολα, με ηρεμία και ποιότητα, είχε λίγες κουβέντες, σοβαρές, ειλικρινείς και σταθερές.

 Όπως τα περισσότερα κορίτσια του χωριού μας εκείνη την εποχή έμαθε μοδίστρα, στη Μαρία τ’ Στρατ’, επάγγελμα που εξάσκησε και στην Αθήνα. Εργάστηκε πολλά χρόνια γιατί πίστευε ότι η γυναίκα πρέπει να στηρίζεται στα πόδια της, να βοηθά την οικογένεια με όλες τις δυνάμεις της, κάτι που μας το δίδαξε με το παράδειγμά της. Ήταν δυναμική, όσο κι αν δεν φαινόταν, ήταν αυτό που λέμε «ήρεμη δύναμη». Η φωνή της ακουγόταν σε κάθε μας σκέψη, ήταν πίσω από κάθε μας βήμα για να στηρίζει, να ενισχύει και να συντρέχει.

Όλοι ήξεραν πως μπορούσαν να στηριχθούν στην τιμιότητα και την ειλικρίνειά της. Όμορφη μαμά, λουσάτη, καλοντυμένη, που αγαπούσε το ωραίο και θα έβρισκε τον τρόπο να συνδυάσει το καλό της γούστο με την συνετή οικονομική διαχείριση της οικογένειας. Ντροπαλή και σεμνή, μάνα Μανταμαδιώτισσα, βασίλισσα στο νοικοκυριό της, πιστή στις παραδόσεις του χωριού μας και εξαιρετική μαγείρισσα της ντόπιας κουζίνας, που όμως προτιμούσε να «περνά πίσω από τον μύλο», έτσι έμαθε από τα νιάτα της, αυτό σφυρηλάτησε το χαρακτήρα της, έτσι οδηγούσε τα βήματά της. Διακριτική, ήσυχη, σοβαρή και ντροπαλή. Με μεράκι, λεπτομέρεια και ακρίβεια ολοκλήρωνε ό,τι ξεκινούσε. Πιστή χριστιανή και καλός άνθρωπος, δύσκολα θα έβγαινε η άσχημη κουβέντα από το στόμα της. Το σπίτι της πάντα ανοιχτό, με τη σεμνότητα και την διακριτικότητα που τη χαρακτήριζε. Ακόμη και τα μειονεκτήματά της προσπαθούσε μέσα από την πνευματική της ζωή να τα μετατρέψει σε πλεονεκτήματα, και το κατάφερνε στις περισσότερες περιπτώσεις. Ο πιο μεγάλος της φόβος ήταν η ασθένεια και ο θάνατος και χρειάστηκε και τα δύο να τα αντιμετωπίσει με πλήρη επίγνωση. Αγωνίστηκε μέχρι την τελευταία της στιγμή, πάλεψε για τη ζωή της, για να είναι κοντά μας μέχρι την τελευταία στιγμή και μετά με γαλήνη αφέθηκε στις φτερούγες του Ταξιάρχη που τόσο λάτρευε.

Η Μαρία Βεμβέτσου, κόρη του Στυλιανού και της Κωνσταντίνας Στρογγυλού και αδελφή του Γιώργου, του Μπάμπη και του Παναγιώτη, η πνευματική μου μητέρα, παντρεύτηκε το Λευτέρη Βεμβέτσο κι έκανε 4 παιδιά, το Βασίλη, το Στέλιο, τη Βίκυ και τον Κώστα-Χρήστο. Ευτύχησε να δει 4 εγγόνια, τη Νικολέττα και το Λευτέρη-Άγγελο από το Βασίλη καθώς και τη Μάρω και το Θανάση από την Βίκυ.

Έζησε στο χωριό μας την παιδική της ηλικία, έπαιξε στα σοκάκια του μαζί με τα αδέλφια της. Του Μαργελ’, όπως χαϊδευτικά πολλοί συγχωριανοί μας τη προσφωνούσαν, μαθήτευσε στη Ναταλία, όπου έμαθε μοδιστρική, και ήρθε στην Αθήνα για να παντρευτεί το Λευτέρη που τόσο αγάπησε. Αγαπούσε πολύ το χωριό μας και τους ανθρώπους του, μα αγάπησε πολύ και τον νέο της τόπο με τους νέους αυτούς ανθρώπους. Ήξερε να προσαρμόζεται αποτελεσματικά στις δύσκολες συνθήκες, όσο κι αν αυτό την ταλαιπωρούσε. Μόνη της λοιπόν, η Μαρία, χωρίς την πατρική της οικογένεια και τις φιλενάδες της, σε ένα άγνωστο τόπο δεν άργησε να φτιάξει νέους δεσμούς και φιλίες ισχυρές. Άνθρωπος κοινωνικός η νονά μου, αγαπητή, χαμογελαστή, με το καλαμπούρι της, άνοιγε την πόρτα της και την καρδιά της σε όλους, ήξερε να απευθύνεται στην καρδιά του άλλου, να τον ακούει και να τον συντρέχει ανάλογα με τις δυνάμεις της. Πάντα έτρεχε να προσφέρει με τις γνώσεις της και τις πράξεις της, ιδιαίτερα αν υπήρχε σε κάποιο σπίτι χαρά δεν παρέλειπε να φτιάξει ένα ταψί μπακλαβά ή ένα δίσκο αμυγδαλωτά για το καλό της νέας αρχής. Έτσι όλοι άνοιγαν την πόρτα και την καρδιά τους για εκείνη. Στις σχέσεις της υπήρχε ζεστασιά και αμοιβαιότητα.

Στήριξε τον άντρα της και την οικογένειά της με όλες τις δυνάμεις της. Δούλεψε στο οικογενειακό τους κατάστημα για πολλά χρόνια, τόσο που μαζί με τον Λευτέρη ένιωθαν σαν να έχουν ένα πέμπτο παιδί. Καλή νοικοκυρά και μάνα, κεφάτη και απλή γυναίκα, πρώτη στο χορό, πάντα τον έσερνε, τράβαγε μπροστά με γέλιο και τραγούδι. Έφτιαξε μια μεγάλη κι όμορφη οικογένεια, τη στήριξε με όλες τις δυνάμεις της. Έντονη προσωπικότητα, βροντερή, άπιαστη, με χαρά και κέφι. Φρόντισε τα παιδιά της με πάθος, μαζί και όλα τα παιδιά του κόσμου, που τα έβλεπε σαν παιδιά της, συναίσθημα που όλοι εισέπρατταν και της το επέστρεφαν απλόχερα.

Ήταν πάντα εκεί για όλους, πρώτη, φιλόξενη και πρόθυμη. Ήξερε να μεταδίδει το συναίσθημά της στους άλλους, να τους πλησιάζει με μια αμεσότητα απαράμιλλη, με μια οικειότητα που μόνο οι συγγενείς πρώτου βαθμού έχουν κι όμως εκείνη κατάφερνε να ξυπνά μέσα στην καρδιά όλων ένα ζεστό και χαρούμενο συναίσθημα που συνήθως μόνο η μάνα μπορεί να ξυπνήσει. Ήταν φροντιστική, με νοιάξιμο και θετική ενέργεια. Ήταν μια μάνα για όλους!! Με όλους έφτιαχνε μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη σχέση και όλοι περπατάμε στους δρόμους της γειτονιάς και νομίζουμε ότι από κάπου θα ξεπροβάλλει, από κάπου θα την ακούσουμε να κελαηδά, γιατί κελαηδούσε με όλους και παντού, χαιρόταν να βλέπει ανθρώπους και να κάνει σχέση μαζί τους, αυτό της έδινε ζωή.

Ήταν καλή χριστιανή, πιστή και καλόκαρδη, ανέπτυξε την πνευματικότητά της με όλες τις δυνάμεις της. Την αγάπη, την έκανε πράξη στην καθημερινότητά της, γιατί όλοι εισέπρατταν τη θετική ενέργεια που σκορπούσε απλόχερα. Και τα χρόνια της ασθένειας τα έζησε με το κεφάλι ψηλά, με κέφι κι αισιοδοξία. Πάλεψε για τη ζωή της, πάλεψε για την οικογένειά της και τα κατάφερε για πολλά χρόνια, μέχρι που η ασθένεια δυνάμωσε πολύ και το σώμα εξασθένησε, το μυαλό δε θέλησε να συμβιβαστεί με την παραδοχή αυτή και παρέμεινε στο χαρούμενο και αισιόδοξο συναίσθημα που φώτιζε πάντα τα βήματά της.

Και οι δύο μανούλες μας κοιτούν πια από ψηλά, ζουν μέσα στην καρδιά μας, ζουν σε κάθε μας κίνηση, σε κάθε μας σκέψη, φωτίζουν τα βήματά μας και ζεσταίνουν τις καρδιές μας. Νιώθω πως τα λόγια μου είναι φτωχά και δεν ανταποκρίνονται στον πλούτο σκέψεων και συναισθημάτων που οι δυο τους, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, μου δίδαξαν.  Καλό ταξίδι και Καλό Παράδεισο μανούλες!!!

                                                                             Γλυφάδα 1/3/2020

                                                                 Βάσια Ιγνατίου Καραμανώλη